Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παμπόθητος η παμπόθητη το παμπόθητο
      γενική του παμπόθητου της παμπόθητης του παμπόθητου
    αιτιατική τον παμπόθητο την παμπόθητη το παμπόθητο
     κλητική παμπόθητε παμπόθητη παμπόθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμπόθητοι οι παμπόθητες τα παμπόθητα
      γενική των παμπόθητων των παμπόθητων των παμπόθητων
    αιτιατική τους παμπόθητους τις παμπόθητες τα παμπόθητα
     κλητική παμπόθητοι παμπόθητες παμπόθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία επεξεργασία

παμπόθητος < παμ- + ποθητός. Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική παμπόθητος

Επίθετο επεξεργασία

παμπόθητος, -η, -ο

  • που τον ποθούν όλοι, πολύ ποθητός, περιπόθητος
    ※  σαν ερχομός παμπόθητος που δεν τον περιμένεις (Κωστής Παλαμάς, Στη Γυναίκα μου, στίχος 11, @greek-language.gr)
    ※  Έχοντας συλλέξει άφθονον το έλαιον από τις αμέτρητες φιλανθρωπίες του, συνάντησε με φαεινότατη την λαμπάδα της ψυχής του, τον παμπόθητο Νυμφίο του. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.65 )

Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παμπόθητος < πᾶς (παμ-) + ποθητός (πόθος)

  Επίθετο επεξεργασία

παμπόθητος

  Πηγές επεξεργασία