παλιόκοσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈʎo.ko.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιό‐κο‐σμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιόκοσμος αρσενικό
- (οικείο) ο κόσμος με τις κακίες, τις αναποδιές και τα στραβά του (λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε αυτή την πλευρά του συνόλου των ανθρώπων)
- ※ Παλιοζωή, παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία, / ούτε στιγμή δεν έζησα με δίχως αγωνία (Από τραγούδι τού 1951 σε μουσική του Ιωσήφ Ριτσιάρδη και στίχους των Γιώργου Γιαννακόπουλου και Μίμη Τραϊφόρου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιόκοσμος
|