Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιόκοσμος οι παλιόκοσμοι
      γενική του παλιόκοσμου των παλιόκοσμων
    αιτιατική τον παλιόκοσμο τους παλιόκοσμους
     κλητική παλιόκοσμε παλιόκοσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόκοσμος < παλιό- + κόσμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈʎo.ko.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιό‐κο‐σμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόκοσμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία