Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιοκοινωνία οι παλιοκοινωνίες
      γενική της παλιοκοινωνίας των παλιοκοινωνιών
    αιτιατική την παλιοκοινωνία τις παλιοκοινωνίες
     κλητική παλιοκοινωνία παλιοκοινωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιοκοινωνία < παλιο- + κοινωνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιοκοινωνία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία