παλιοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλιοδουλειά | οι | παλιοδουλειές |
γενική | της | παλιοδουλειάς | των | παλιοδουλειών |
αιτιατική | την | παλιοδουλειά | τις | παλιοδουλειές |
κλητική | παλιοδουλειά | παλιοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαλιοδουλειά θηλυκό