Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλατιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παλατιαν
ός
η
παλατιαν
ή
το
παλατιαν
ό
γενική
του
παλατιαν
ού
της
παλατιαν
ής
του
παλατιαν
ού
αιτιατική
τον
παλατιαν
ό
την
παλατιαν
ή
το
παλατιαν
ό
κλητική
παλατιαν
έ
παλατιαν
ή
παλατιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παλατιαν
οί
οι
παλατιαν
ές
τα
παλατιαν
ά
γενική
των
παλατιαν
ών
των
παλατιαν
ών
των
παλατιαν
ών
αιτιατική
τους
παλατιαν
ούς
τις
παλατιαν
ές
τα
παλατιαν
ά
κλητική
παλατιαν
οί
παλατιαν
ές
παλατιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλατιανός
<
παλάτι
Επίθετο
επεξεργασία
παλατιανός, -ή, -ό
σχετικός με το
παλάτι
, το βασιλιά και τον περίγυρό του
που ανήκει στη βασιλική
αυλή
, ο
αυλικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλατιανός
γαλλικά
:
palatin
(fr)