παλαμοσχιδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλαμοσχιδής | η | παλαμοσχιδής | το | παλαμοσχιδές |
γενική | του | παλαμοσχιδούς* | της | παλαμοσχιδούς | του | παλαμοσχιδούς |
αιτιατική | τον | παλαμοσχιδή | την | παλαμοσχιδή | το | παλαμοσχιδές |
κλητική | παλαμοσχιδή(ς) | παλαμοσχιδής | παλαμοσχιδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλαμοσχιδείς | οι | παλαμοσχιδείς | τα | παλαμοσχιδή |
γενική | των | παλαμοσχιδών | των | παλαμοσχιδών | των | παλαμοσχιδών |
αιτιατική | τους | παλαμοσχιδείς | τις | παλαμοσχιδείς | τα | παλαμοσχιδή |
κλητική | παλαμοσχιδείς | παλαμοσχιδείς | παλαμοσχιδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαλαμοσχιδής, -ής, -ές
- (για φύλλο) που μοιάζει με ανοιχτή παλάμη και έχει μυτερούς λοβούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαμοσχιδής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)