παιδοχειρουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδοχειρουργός < παιδο- + χειρουργός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðo.çi.ɾuɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐χει‐ρουρ‐γός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδοχειρουργός αρσενικό ή θηλυκό [1]
- (ιατρική) χειρουργός που είναι ειδικευμένος/-η στο να κάνει επεμβάσεις σε παιδιά
- άλλες μορφές: παιδοχειρούργος
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις παιδί και χειρουργός
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδοχειρουργός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «παιδοχειρουργική» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)