παιδοχειρουργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιδοχειρουργικός < παιδοχειρουργ(ός) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαιδοχειρουργικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με τον παιδοχειρουργό ή αναφέρεται σ’ αυτόν και στις εγχειρήσεις που κάνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιδοχειρουργικός
|