Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδοχειρουργικός η παιδοχειρουργική το παιδοχειρουργικό
      γενική του παιδοχειρουργικού της παιδοχειρουργικής του παιδοχειρουργικού
    αιτιατική τον παιδοχειρουργικό την παιδοχειρουργική το παιδοχειρουργικό
     κλητική παιδοχειρουργικέ παιδοχειρουργική παιδοχειρουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδοχειρουργικοί οι παιδοχειρουργικές τα παιδοχειρουργικά
      γενική των παιδοχειρουργικών των παιδοχειρουργικών των παιδοχειρουργικών
    αιτιατική τους παιδοχειρουργικούς τις παιδοχειρουργικές τα παιδοχειρουργικά
     κλητική παιδοχειρουργικοί παιδοχειρουργικές παιδοχειρουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοχειρουργικός < παιδοχειρουργ(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παιδοχειρουργικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία