Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παιδοχειρούργος οι παιδοχειρούργοι
      γενική του/της παιδοχειρούργου των παιδοχειρούργων
    αιτιατική τον/την παιδοχειρούργο τους/τις παιδοχειρούργους
     κλητική παιδοχειρούργε παιδοχειρούργοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοχειρούργος < παιδο- + χειρούργος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðo.çiˈɾuɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐χει‐ρούρ‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδοχειρούργος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία