παιδοκτονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδοκτονικός < παιδοκτόνος / παιδοκτονία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
παιδοκτονικός
- που έχει σχέση με παιδοκτόνο ή παιδοκτονία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδοκτονικός
|