παιδοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιδοκτονία < ελληνιστική κοινή παιδοκτονία < αρχαία ελληνική παιδοκτόνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ðo.ktoˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδοκτονία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παιδοκτόνος, παιδί και κτείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιδοκτονία
|