παιδιαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδιαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παιδιαρίζω
Μετοχή επεξεργασία
παιδιαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παιδιαρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδιαρισμένος
|
παιδιαρισμένος, -η, -ο
|