παγανιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγανιά | οι | παγανιές |
γενική | της | παγανιάς | των | παγανιών |
αιτιατική | την | παγανιά | τις | παγανιές |
κλητική | παγανιά | παγανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παγανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγανιά θηλυκό
- το κυνήγι, αναζήτηση θηράματος
- (μεταφορικά)
- ο Χάρος βγήκε παγανιά