Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγάνα οι παγάνες
      γενική της παγάνας των παγανών
    αιτιατική την παγάνα τις παγάνες
     κλητική παγάνα παγάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγάνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγάνα θηλυκό

  1. κυνήγι, αναζήτηση θηράματος από ομάδα κυνηγών
  2. καταδίωξη ανθρώπου (πχ παράνομου, δραπέτη κ.λπ)
  3. ομάδα κυνηγών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία