παγάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγάνα | οι | παγάνες |
γενική | της | παγάνας | των | παγανών |
αιτιατική | την | παγάνα | τις | παγάνες |
κλητική | παγάνα | παγάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παγάνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγάνα θηλυκό
- κυνήγι, αναζήτηση θηράματος από ομάδα κυνηγών
- καταδίωξη ανθρώπου (πχ παράνομου, δραπέτη κ.λπ)
- ομάδα κυνηγών