→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πίσυνος τὸ πίσυνον
      γενική τοῦ/τῆς πισύνου τοῦ πισύνου
      δοτική τῷ/τῇ πισύν τῷ πισύν
    αιτιατική τὸν/τὴν πίσυνον τὸ πίσυνον
     κλητική ! πίσυνε πίσυνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πίσυνοι τὰ πίσυν
      γενική τῶν πισύνων τῶν πισύνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πισύνοις τοῖς πισύνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πισύνους τὰ πίσυν
     κλητική ! πίσυνοι πίσυν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πισύνω τὼ πισύνω
      γεν-δοτ τοῖν πισύνοιν τοῖν πισύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίσυνος < πείθομαι. Έχει σχηματιστεί κατ' αναλογία προς το επίθετο θάρσυνος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

πίσυνος -ος -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- πείθομαι σελ. 1161-1162 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.