πίσυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πίσυνος | τὸ | πίσυνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πισύνου | τοῦ | πισύνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πισύνῳ | τῷ | πισύνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πίσυνον | τὸ | πίσυνον | ||
κλητική ὦ! | πίσυνε | πίσυνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πίσυνοι | τὰ | πίσυνᾰ | ||
γενική | τῶν | πισύνων | τῶν | πισύνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πισύνοις | τοῖς | πισύνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πισύνους | τὰ | πίσυνᾰ | ||
κλητική ὦ! | πίσυνοι | πίσυνᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πισύνω | τὼ | πισύνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πισύνοιν | τοῖν | πισύνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπίσυνος -ος -ον
- που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη , που βασίζεται σε κάποιον ή κάτι, εύπιστος, υπάκουος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 140 (139-140)
- πολλὰ δ᾽ ἀτάσθαλ᾽ ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων, | πατρί τ᾽ ἐμῷ πίσυνος καὶ ἐμοῖσι κασιγνήτοισι.
- έπραξα όμως αδικίες μεγάλες, στη δύναμή μου ενδίδοντας, | υπολογίζοντας στις πλάτες του πατέρα μου ή και των αδελφών μου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πολλὰ δ᾽ ἀτάσθαλ᾽ ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων, | πατρί τ᾽ ἐμῷ πίσυνος καὶ ἐμοῖσι κασιγνήτοισι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 66.3
- οἱ δὲ πέδας φερόμενοι ἐπὶ Τεγεήτας ἐστρατεύοντο, χρησμῷ κιβδήλῳ πίσυνοι, ὡς δὴ ἐξανδραποδιούμενοι τοὺς Τεγεήτας.
- αλλά παίρνοντας μαζί τους δεσμά, κίνησαν με το στρατό τους εναντίον των Τεγεατών, εμπιστευμένοι στον κίβδηλο χρησμό, με την ιδέα πως θα εξανδραποδίσουν τους Τεγεάτες.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οἱ δὲ πέδας φερόμενοι ἐπὶ Τεγεήτας ἐστρατεύοντο, χρησμῷ κιβδήλῳ πίσυνοι, ὡς δὴ ἐξανδραποδιούμενοι τοὺς Τεγεήτας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 385 (385-386)
- δράσω τοίνυν ὑμῖν πίσυνος, καὶ —μανθάνετ᾽;— ἤν τι πάθω ᾽γώ, | ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες θεῖναί μ᾽ ὑπὸ τοῖσι δρυφάκτοις.
- Θα το κάμω λοιπόν· δίνω βάση σ᾽ εσάς· κι αν χαθώ, | αφού με κλάψετε, θέλω από κάτω απ᾽ τα κάγκελα, εκεί στων δικών την καθέδρα, να γίνει η ταφή μου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- δράσω τοίνυν ὑμῖν πίσυνος, καὶ —μανθάνετ᾽;— ἤν τι πάθω ᾽γώ, | ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες θεῖναί μ᾽ ὑπὸ τοῖσι δρυφάκτοις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 140 (139-140)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- πείθομαι σελ. 1161-1162 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- πίσυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίσυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.