↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχταπλός η οχταπλή το οχταπλό
      γενική του οχταπλού της οχταπλής του οχταπλού
    αιτιατική τον οχταπλό την οχταπλή το οχταπλό
     κλητική οχταπλέ οχταπλή οχταπλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχταπλοί οι οχταπλές τα οχταπλά
      γενική των οχταπλών των οχταπλών των οχταπλών
    αιτιατική τους οχταπλούς τις οχταπλές τα οχταπλά
     κλητική οχταπλοί οχταπλές οχταπλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οχταπλός < (ελληνιστική κοινή) ὀκταπλοῦς, μορφολογικά αναλύεται οχτα- + -πλός

  Επίθετο

επεξεργασία

οχταπλός, -ή, -ό

  1. πολλαπλασιαστικό αριθμητικό επίθετο
    1. που αποτελείται από οχτώ όμοια τμήματα ή φάσεις
    2. που εμφανίζεται με οχτώ διαφορετικές μορφές
  2. οχταπλάσιος