οχ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- οχ < μεσαιωνική ελληνική οχ[1] < ηχομιμητική λέξη[2] (από τον ήχο του αναστεναγμού)
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαοχ
- (προφορικό) χρησιμοποιείται, για να δηλωθεί πόνος (σωματικός ή ψυχικός), στενοχώρια, δυσφορία κ.λπ.
- Οχ, το κεφάλι μου!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- όχου
- οχού
- βιβλιογραφικά δελτία ιδιωματικών τύπων του «οχ» - Μνημεία νεοελληνικού λόγου @xanthi.islp.gr με δείγματα από το αρχείο των 3.700.000 περίπου δελτίων του του λεξικού ιδιωμάτων της Ακαδημίας ⌘ΙΛΝΕ
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχ
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- οχ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀχ < ἐχ < ἐκ < αρχαία ελληνική ἐκ[3][4]
Πρόθεση
επεξεργασίαοχ
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του εκ. Συντάσσεται με αιτιατική: από το, από τα
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Η Αγνώριστη greek-language.gr, 1η στροφή
Ποιά είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροεντυμένη
οχ το βουνό;
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Η Αγνώριστη greek-language.gr, 1η στροφή
Άλλες μορφές
επεξεργασία- 'χ (όταν προηγείται ο φθόγγος [ο])
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οχ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ οχ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εκ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ «ἐκ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .