Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οχαδερφισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οχαδερφισμ
ός
οι
οχαδερφισμ
οί
γενική
του
οχαδερφισμ
ού
των
οχαδερφισμ
ών
αιτιατική
τον
οχαδερφισμ
ό
τους
οχαδερφισμ
ούς
κλητική
οχαδερφισμ
έ
οχαδερφισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οχαδερφισμός
αρσενικό
ο
ωχαδερφισμός