↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωχαδερφισμός οι ωχαδερφισμοί
      γενική του ωχαδερφισμού των ωχαδερφισμών
    αιτιατική τον ωχαδερφισμό τους ωχαδερφισμούς
     κλητική ωχαδερφισμέ ωχαδερφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωχαδερφισμός < ωχ (επιφώνημα)+ αδερφός(από την έκφραση "ωχ αδερφέ!" που δηλώνει αδιαφορία ή αγανάκτηση) + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωχαδερφισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία