ωχαδερφισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωχαδερφισμός < ωχ (επιφώνημα)+ αδερφός, από την έκφραση "ωχ αδερφέ!" που δηλώνει αδιαφορία ή αγανάκτηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωχαδερφισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχαδερφισμός