Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωχ < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο του αναστεναγμού)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈox/

  Επιφώνημα επεξεργασία

ωχ

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • οχ (απλοποιημένη)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία