οφίτσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οφίτσιο | τα | οφίτσια |
γενική | του | οφίτσιου | των | οφίτσιων |
αιτιατική | το | οφίτσιο | τα | οφίτσια |
κλητική | οφίτσιο | οφίτσια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οφίτσιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του οφίκιο
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- εξ οφίτσιο:
Μεταφράσεις επεξεργασία
οφίτσιο
|