Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουροχολίνη οι ουροχολίνες
      γενική της ουροχολίνης των ουροχολινών
    αιτιατική την ουροχολίνη τις ουροχολίνες
     κλητική ουροχολίνη ουροχολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουροχολίνη < ούρο + χολίνη (χολή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουροχολίνη θηλυκό

  • ουσία που παράγεται από το ουροχολινογόνο και δίνει στα ούρα το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία