ουροχολινογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουροχολινογόνο ουδέτερο
- ουσία που παράγεται στο έντερο από τη βακτηριακή διάσπαση της χολερυθρίνης και κατόπιν απορροφάται από το ήπαρ και ανιχνεύεται στα ούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουροχολινογόνο