ουροσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uroscopy + -ία < αρχαία ελληνική οὖρον + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουροσκοπία θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση ούρων σε μικροβιολογικό εργαστήριο για διαγνωστικούς / ιατρικούς λόγους
Συγγενικά επεξεργασία
- ουροσκοπικός
- → δείτε τις λέξεις ούρο και σκοπός