ουροποιογεννητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουροποιογεννητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαουροποιογεννητικός, -ή, -ό
- σχετικός με τα ουροποιητικά και τα γεννητικά όργανα
- ουροποιογεννητική οδός
- ουροποιογεννητική λοίμωξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουροποιογεννητικός
|