Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουνιταριανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουνιταριαν
ός
η
ουνιταριαν
ή
το
ουνιταριαν
ό
γενική
του
ουνιταριαν
ού
της
ουνιταριαν
ής
του
ουνιταριαν
ού
αιτιατική
τον
ουνιταριαν
ό
την
ουνιταριαν
ή
το
ουνιταριαν
ό
κλητική
ουνιταριαν
έ
ουνιταριαν
ή
ουνιταριαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουνιταριαν
οί
οι
ουνιταριαν
ές
τα
ουνιταριαν
ά
γενική
των
ουνιταριαν
ών
των
ουνιταριαν
ών
των
ουνιταριαν
ών
αιτιατική
τους
ουνιταριαν
ούς
τις
ουνιταριαν
ές
τα
ουνιταριαν
ά
κλητική
ουνιταριαν
οί
ουνιταριαν
ές
ουνιταριαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουνιταριανός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ουνιταριανός
ο
πιστός
του
ουνιταριανισμού
Συγγενικά
επεξεργασία
αντιτριαδικός
σοκινιανός
ουνιταριανισμός
ουνιταρισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουνιταριανός
αγγλικά
:
Unitarian
(en)
γερμανικά
:
Unitarianer
(de)
πολωνικά
:
unitarianin
(pl)
πορτογαλικά
:
unitariano
(pt)