οστεΐνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οστεΐνη | οι | οστεΐνες |
γενική | της | οστεΐνης | των | οστεϊνών |
αιτιατική | την | οστεΐνη | τις | οστεΐνες |
κλητική | οστεΐνη | οστεΐνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οστεΐνη < από το επίθετο στην αρχαία ελληνική ὀστέϊνος, ὀστεΐνη, ὀστέϊνον < οστε- (διαγλωσσικοί όροι oste(o)- + -ίνη (-ine).[1] Δείτε και την αγγλική ostein, ossein τη γαλλική osséine από τα λατινικά)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οστεΐνη θηλυκό
- (βιοχημεία) οργανική ουσία που αποτελεί βασικό συστατικό μέρος των ενόργανων μερών του οστίτη ιστού (δηλ. του ιστού των κοκκάλων)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «οστεΐνη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.