↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορνιθόμυαλος η ορνιθόμυαλη το ορνιθόμυαλο
      γενική του ορνιθόμυαλου της ορνιθόμυαλης του ορνιθόμυαλου
    αιτιατική τον ορνιθόμυαλο την ορνιθόμυαλη το ορνιθόμυαλο
     κλητική ορνιθόμυαλε ορνιθόμυαλη ορνιθόμυαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορνιθόμυαλοι οι ορνιθόμυαλες τα ορνιθόμυαλα
      γενική των ορνιθόμυαλων των ορνιθόμυαλων των ορνιθόμυαλων
    αιτιατική τους ορνιθόμυαλους τις ορνιθόμυαλες τα ορνιθόμυαλα
     κλητική ορνιθόμυαλοι ορνιθόμυαλες ορνιθόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορνιθόμυαλος < όρνιθα + -ο- + μυαλό + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ορνιθόμυαλος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία