Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορνιθόμυαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορνιθόμυαλ
ος
η
ορνιθόμυαλ
η
το
ορνιθόμυαλ
ο
γενική
του
ορνιθόμυαλ
ου
της
ορνιθόμυαλ
ης
του
ορνιθόμυαλ
ου
αιτιατική
τον
ορνιθόμυαλ
ο
την
ορνιθόμυαλ
η
το
ορνιθόμυαλ
ο
κλητική
ορνιθόμυαλ
ε
ορνιθόμυαλ
η
ορνιθόμυαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορνιθόμυαλ
οι
οι
ορνιθόμυαλ
ες
τα
ορνιθόμυαλ
α
γενική
των
ορνιθόμυαλ
ων
των
ορνιθόμυαλ
ων
των
ορνιθόμυαλ
ων
αιτιατική
τους
ορνιθόμυαλ
ους
τις
ορνιθόμυαλ
ες
τα
ορνιθόμυαλ
α
κλητική
ορνιθόμυαλ
οι
ορνιθόμυαλ
ες
ορνιθόμυαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορνιθόμυαλος
<
όρνιθα
+
-ο-
+
μυαλό
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ορνιθόμυαλος, -η, -ο
(
σκωπτικό
) που έχει το
μυαλό
όρνιθας
,
ανόητος
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοκορόμυαλος
ανόητος
ελαφρόμυαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορνιθόμυαλος