Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορμονικός η ορμονική το ορμονικό
      γενική του ορμονικού της ορμονικής του ορμονικού
    αιτιατική τον ορμονικό την ορμονική το ορμονικό
     κλητική ορμονικέ ορμονική ορμονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορμονικοί οι ορμονικές τα ορμονικά
      γενική των ορμονικών των ορμονικών των ορμονικών
    αιτιατική τους ορμονικούς τις ορμονικές τα ορμονικά
     κλητική ορμονικοί ορμονικές ορμονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορμονικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ορμονικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία