Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορμονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορμονικ
ός
η
ορμονικ
ή
το
ορμονικ
ό
γενική
του
ορμονικ
ού
της
ορμονικ
ής
του
ορμονικ
ού
αιτιατική
τον
ορμονικ
ό
την
ορμονικ
ή
το
ορμονικ
ό
κλητική
ορμονικ
έ
ορμονικ
ή
ορμονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορμονικ
οί
οι
ορμονικ
ές
τα
ορμονικ
ά
γενική
των
ορμονικ
ών
των
ορμονικ
ών
των
ορμονικ
ών
αιτιατική
τους
ορμονικ
ούς
τις
ορμονικ
ές
τα
ορμονικ
ά
κλητική
ορμονικ
οί
ορμονικ
ές
ορμονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορμονικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ορμονικός, -ή, -ό
σχετικός με τις
ορμόνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορμονικός
αγγλικά
:
hormonal
(en)
γαλλικά
:
hormonal
(fr)