Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

hormonal (en)

  1. ορμονικός
  2. σχετικός με την έμμηνο ρύση
  3. (αδόκιμος όρος) παροδικά δύστροπος ή κακόκεφος



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

hormonal (fr)