Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορμογόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορμογόν
ος
η
ορμογόν
ος
&
ορμογόν
α
το
ορμογόν
ο
γενική
του
ορμογόν
ου
της
ορμογόν
ου
&
ορμογόν
ας
του
ορμογόν
ου
αιτιατική
τον
ορμογόν
ο
την
ορμογόν
ο
&
ορμογόν
α
το
ορμογόν
ο
κλητική
ορμογόν
ε
ορμογόν
ε
&
ορμογόν
α
ορμογόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορμογόν
οι
οι
ορμογόν
οι
&
ορμογόν
ες
τα
ορμογόν
α
γενική
των
ορμογόν
ων
των
ορμογόν
ων
των
ορμογόν
ων
αιτιατική
τους
ορμογόν
ους
τις
ορμογόν
ους
&
ορμογόν
ες
τα
ορμογόν
α
κλητική
ορμογόν
οι
ορμογόν
οι
&
ορμογόν
ες
ορμογόν
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορμογόνος
<
ορμο(νη)
+
-ο-
+
-γόνος
Επίθετο
επεξεργασία
ορμογόνος, -ος/-α, -ο
(
σπάνιο
) που παράγει ορμόνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορμογόνος