ορθολίθι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορθολίθι | τα | ορθολίθια |
γενική | του | ορθολιθιού | των | ορθολιθιών |
αιτιατική | το | ορθολίθι | τα | ορθολίθια |
κλητική | ορθολίθι | ορθολίθια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.θoˈli.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐λί‐θι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθολίθι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) απότομος βράχος που εκτείνεται σε κάθετη (όρθια) θέση
- ※ Ξαπλωμένος κατάνακρα στ’ ὀρθολίθι, τὶς πλάτες στηρίζοντας στὴ χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφᾷ τὰ ψαρὰ γένεια του καὶ κοιτάζει κάτω, θαλασσινὸς θεὸς ποῦ θέλει νὰ γνωρίσῃ τὸ ἀπέραντο κράτος του.
- Ανδρέας Καρκαβίτσας, Οι κουρσάροι από τη συλλογή Λόγια της πλώρης (1924)
- ※ Ξαπλωμένος κατάνακρα στ’ ὀρθολίθι, τὶς πλάτες στηρίζοντας στὴ χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφᾷ τὰ ψαρὰ γένεια του καὶ κοιτάζει κάτω, θαλασσινὸς θεὸς ποῦ θέλει νὰ γνωρίσῃ τὸ ἀπέραντο κράτος του.
Συγγενικά επεξεργασία
- Ορθολίθι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθολίθι
|
Πηγές επεξεργασία
- ορθολίθι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)