ορδί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορδί | τα | ορδιά |
γενική | του | ορδιού | των | ορδιών |
αιτιατική | το | ορδί | τα | ορδιά |
κλητική | ορδί | ορδιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορδί < (άμεσο δάνειο) τουρκική ordu + -ί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐δί
- ομόηχο: ορδή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορδί ουδέτερο
- (παρωχημένο) στρατιωτικό σύνολο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορδί
|
Πηγές
επεξεργασία- ορδί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας