Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορδί τα ορδιά
      γενική του ορδιού των ορδιών
    αιτιατική το ορδί τα ορδιά
     κλητική ορδί ορδιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορδί < (άμεσο δάνειο) τουρκική ordu +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐δί
ομόηχο: ορδή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορδί ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία