Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορδή οι ορδές
      γενική της ορδής των ορδών
    αιτιατική την ορδή τις ορδές
     κλητική ορδή ορδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορδή < ταταρική урда (ουρντα) < μογγολική орду (ορντού) (βασιλή φρουρά) < πρωτοτουρκική *or- (στρατός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορδή θηλυκό

  1. το άτακτο πλήθος πολεμιστών, που βιαιοπραγεί, λεηλατεί και καταστρέφει τις περιοχές από τις οποίες διέρχεται: πχ. οι ορδές των εχθρών
  2. (συνεκδοχικά) το μεγάλο πλήθος ανθρώπων που συγκεντρώνεται σε ένα σημείο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία