οπτασιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπτασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οπτασιάζομαι
Μετοχή επεξεργασία
οπτασιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οπτασιάζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπτασιασμένος
|
οπτασιασμένος, -η, -ο
|