Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπορτουνιστικός η οπορτουνιστική το οπορτουνιστικό
      γενική του οπορτουνιστικού της οπορτουνιστικής του οπορτουνιστικού
    αιτιατική τον οπορτουνιστικό την οπορτουνιστική το οπορτουνιστικό
     κλητική οπορτουνιστικέ οπορτουνιστική οπορτουνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπορτουνιστικοί οι οπορτουνιστικές τα οπορτουνιστικά
      γενική των οπορτουνιστικών των οπορτουνιστικών των οπορτουνιστικών
    αιτιατική τους οπορτουνιστικούς τις οπορτουνιστικές τα οπορτουνιστικά
     κλητική οπορτουνιστικοί οπορτουνιστικές οπορτουνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπορτουνιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

οπορτουνιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία