οπλιταγωγό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπλιταγωγό < αρχαία ελληνική ὁπλιταγωγόν, ουδέτερο του ὁπλιταγωγός < ὁπλίτης + ἄγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπλιταγωγό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπλιταγωγό
|
οπλιταγωγό ουδέτερο
|