↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπιώδης η οπιώδης το οπιώδες
      γενική του οπιώδους της οπιώδους του οπιώδους
    αιτιατική τον οπιώδη την οπιώδη το οπιώδες
     κλητική οπιώδη(ς) οπιώδης οπιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπιώδεις οι οπιώδεις τα οπιώδη
      γενική των οπιωδών των οπιωδών των οπιωδών
    αιτιατική τους οπιώδεις τις οπιώδεις τα οπιώδη
     κλητική οπιώδεις οπιώδεις οπιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπιώδης < όπιο + -ώδης, (μαρτυρείται από το 1841)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.piˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐ώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

οπιώδης, -ης, -ες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)