Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξέινος η οξέινη το οξέινο
      γενική του οξέινου της οξέινης του οξέινου
    αιτιατική τον οξέινο την οξέινη το οξέινο
     κλητική οξέινε οξέινη οξέινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξέινοι οι οξέινες τα οξέινα
      γενική των οξέινων των οξέινων των οξέινων
    αιτιατική τους οξέινους τις οξέινες τα οξέινα
     κλητική οξέινοι οξέινες οξέινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξέινος < ελληνιστική κοινή ὀξέϊνος < οξέα + -ινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈkse.i.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξέ‐ι‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

οξέινος, -η, -ο

  • που κατασκευάστηκε από ξύλο οξιάς

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)