Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξένιος η οξένια το οξένιο
      γενική του οξένιου της οξένιας του οξένιου
    αιτιατική τον οξένιο την οξένια το οξένιο
     κλητική οξένιε οξένια οξένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξένιοι οι οξένιες τα οξένια
      γενική των οξένιων των οξένιων των οξένιων
    αιτιατική τους οξένιους τις οξένιες τα οξένια
     κλητική οξένιοι οξένιες οξένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξένιος < οξι(ά) + -ένιος

  Προφορά επεξεργασία

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξέ‐νι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

οξένιος, -α, -ο [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οξένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)