↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόχρωμος η ομόχρωμη το ομόχρωμο
      γενική του ομόχρωμου της ομόχρωμης του ομόχρωμου
    αιτιατική τον ομόχρωμο την ομόχρωμη το ομόχρωμο
     κλητική ομόχρωμε ομόχρωμη ομόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόχρωμοι οι ομόχρωμες τα ομόχρωμα
      γενική των ομόχρωμων των ομόχρωμων των ομόχρωμων
    αιτιατική τους ομόχρωμους τις ομόχρωμες τα ομόχρωμα
     κλητική ομόχρωμοι ομόχρωμες ομόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομόχρωμος < ελληνιστική κοινή ὁμόχρωμος < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + χρῶμα

  Επίθετο

επεξεργασία

ομόχρωμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία