ομφαλοκυστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαομφαλοκυστικός
- (ανατομία) που έχει σχέση με τον ομφαλό και την ουροδόχο κύστη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομφαλοκυστικός
|
ομφαλοκυστικός
|