ομπρελίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομπρελίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική ombrellino < ombrella < λατινική umbra (=σκιά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *unksrā
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομπρελίνο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ομπρέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομπρελίνο