umbra
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- umbra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *unksra, συγγενή: (λατινικά) vesper και (αρχαία ελληνική) ἑσπέρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
umbra θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | umbra | umbrae |
γενική | umbrae | umbrārum |
δοτική | umbrae | umbrīs |
αιτιατική | umbram | umbrās |
κλητική | umbra | umbrae |
αφαιρετική | umbrā | umbrīs |