ομοπλαστία
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ομοπλαστία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homoplasty < homo- (αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + -plasty (αρχαία ελληνική -πλαστία < αρχαία ελληνική πλαστός < πλάθω) [1] δείτε τη Συζήτηση:ομοπλαστία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.mo.plaˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐πλα‐στί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ομοπλαστία θηλυκό
- (βιολογία) η ομοιότητα ή η αντιστοιχία οργάνων ζώου ή φυτού [2]
Επεξεργασία
- ομοπλαστικός
- → δείτε ομο-, πλάθω και -πλασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομοπλαστία
Επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.