ομαδοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομαδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομαδοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
ομαδοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ομαδοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομαδοποιημένος
|
ομαδοποιημένος, -η, -ο
|