ολομέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολομέρεια < ελληνιστική κοινή ὁλομέρεια < αρχαία ελληνική ὁλομερής < ὅλος + μέρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολομέρεια θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολομέρεια
Δείτε επίσης : ολομέλεια |
ολομέρεια θηλυκό