ολμοστοιχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολμοστοιχία < ὁλμοστοιχία στην καθαρεύουσα < ὅλμος + -στοιχία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολμοστοιχία θηλυκό
- λέξη που χρησιμοποιούσαν στις αρχές του 20ου αιώνα για την πυροβολαρχία, τη συστοιχία όλμων