ολιγοφρενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοφρενία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοφρενία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + φρήν ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική oligophrenia[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική oligophrénie[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγοφρενία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ολιγοφρενή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοφρενία
- ↑ 1,0 1,1 ολιγοφρενία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)