ολιγοστεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοστεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ολιγοστεύω
Μετοχή
επεξεργασίαολιγοστεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ολιγοστεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοστεμένος
|
ολιγοστεμένος, -η, -ο
|